- χυλοπίτα
- [хилопигга] ουσ. Θ. каша, похлебка
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χυλόπιτα — και χυλοπίτα, η, Ν 1. στον πληθ. οι χυλόπιτες ζυμαρικά σε λεπτά φύλλα ζύμης, κομμένα σε μικρά τετράγωνα ή ρομβοειδή κομμάτια 2. φρ. «έφαγε τη χυλόπιτα» μτφ. είχε ερωτική αποτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + πίτα] … Dictionary of Greek
χυλόπιτα — η πληθ. χυλοπίτες και χυλόπιτες 1. είδος ζυμαρικού: Σήμερα είχαμε χυλοπίτες. 2. φρ., «Έφαγε τη χυλόπιτα», είχε ερωτική αποτυχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek